
Νικόλαος Γκαράνης
Ο Νικόλαος Γκαράνης του Γεωργίου και της Σταματικής γεννήθηκε το 1929 στα Ζαγοροχώρια. Απεβίωσε τον Απρίλιο του 2017. Σπούδασε στο Colorado School of Mines USA. Yπήρξε ο πρώτος Διευθυντής Μεταλλείου της ΜΥΚΟΜΠΑΡ και ο πρώτος Έλληνας μηχανικός της (1955-1957).
Φεβρουάριο του ’55 έφτασα στη Μύκονο και συνάντησα τον Δημήτρη τον Πολυκανδριώτη («Μινέρβα»), ο οποίος ήταν εντεταλμένος να μου δείξει όλα τα σχετικά και να με βοηθήσει να ενημερωθώ. Ε, πήγαμε σε ένα σπίτι, μικρό, που μου έδειξε να μείνω. Είχε ένα υπνοδωμάτιο, ένα σαλόνι. Του λέω: «Δημήτρη, και πού θα πλενόμαστε;». Μου λέει: «Έχει ένα βρυσάκι έξω». Λέω: «Καλά, θα βρούμε τώρα τη λύση γι’ αυτό». Του λέω: «Για φαγητό;». Μου λέει: «Θα ψωνίζουμε και θα μαγειρεύει η αδερφή της γυναίκας μου». Πάει καλά. «Και πώς θα πηγαίνουμε έξω στα κοιτάσματα, λέω, για τη δουλειά που θέλουμε να πάμε;». Λέει: «Θα σας δώσουμε ένα μουλάρι, για να μπορείτε να πηγαίνετε». «Πόσο μακριά είναι;». «Α, είναι μια ώρα, μία και τέταρτο», λέει.
Και δώσαμε ραντεβού την επομένη και ξεκινήσαμε η ώρα εξήμιση για να πάμε να δούμε για πρώτη φορά τα κοιτάσματα και όλη την περιοχή. Μου δώσανε ένα μουλάρι, ανέβηκα στο μουλάρι, αλλά δεν μπορούσα, εκείνο το τάκα τάκα πάνω σε μια σέλα – η οποία δεν ήταν και καμία σέλα ίππου ιπποδρομιών! Δεν μπορούσα, και κατέβηκα, και τους λέω: «Πάρτο, δέσ’ το πάνω στο δικό σου, πίσω, κι εγώ πάω με τα πόδια. Από τότε ο Πολυκανδριώτης ερχόταν πάντα μαζί μου με τα πόδια. Κι ανέβαινα την ανηφόρα του Αγίου Πέτρου λιγάκι πιο γρήγορα απ’ ό,τι ανεβαίνω τώρα…
Πήγαμε στο Τηγάνι. Είδαμε το Τηγάνι. Φάνηκε ότι είναι μέρος για τις πρώτες εργασίες, μετά ερευνήσαμε καλά και το υπόλοιπο τμήμα του κοιτάσματος Νο 2 όπως λεγόταν αυτό. Το Νο 3 ήταν πιο κάτω λιγάκι, απ’ την βόρεια πλευρά, δηλαδή από το Μαυροβούνι και τη Μερχιά. Κάναμε μία ξύλινη παράγκα εκεί στο Τηγάνι, η οποία ήταν το γραφείο μας, το καθιστικό, το εστιατόριο μας και όλα·την οποίαν ερχόταν η Ειρήνη κι εδούλευε και έκανε και κάνα φαγητό για το μεσημέρι, και λοιπά.
Τώρα πώς πηγαίναμε; Πηγαίναμε με τα πόδια, αλλά επειδή κάναμε ως βάση μας το Τηγάνι, δεν πηγαίναμε από το Μαυροβούνι, πηγαίναμε απ’ τον Άγιο Πέτρο στη νότια πλευρά, κατεβαίναμε, και κατευθείαν αποκεί στο Τηγάνι. Και από το Τηγάνι ανεβαίναμε πλέον προς το Μαυροβούνι και κοιτάζαμε και τις άλλες δουλειές. Δεν υπήρχαν ακόμη δρόμοι· μονοπάτια μόνο. Αυτό κράτησε για ένα-δύο μήνες και μετά δημιουργήθηκε το θέμα του αυτοκινήτου – θα σας πω για το τζιπ.
Εν τω μεταξύ, όταν είδα τα σχετικά, έφτασα πλέον στο σημείο που έπρεπε να κάτσω να σκεφτώ «τι θα οργανώσω τώρα;». Το πρώτο πράγμα που ζήτησα ήταν, λέω: «Πέστε μου αν υπάρχει ένας εγγράμματος στο χωριό». «Α!», μου λέει, «όχι!». Λέω: «Δεν μπορεί να μην…». Λέει: «Είναι ένας μόνο, είναι ο Λευτέρης ο Φιορεντίνος, που είναι ο γραμματέας της Κοινότητας, αυτός, λέει, είναι εγγράμματος». Ήρθε ο Λευτέρης –ο μονόφθαλμος βέβαια, όπως ξέρετε– και συζητήσαμε, διότι έπρεπε να έχω κάποιον άνθρωπο να κάνει τη γραφική δουλειά: τα ημερομίσθια, τις καταστάσεις, τις καταστάσεις του ΙΚΑ, κ.λπ., κ.λπ. Δεν μπορούσα να τις κάνω ’γώ. Και συνεννοήθηκα με τον Λευτέρη τον Φιορεντίνο και ανέλαβε αυτή τη δουλειά – ερχόταν απ’ το μεσημέρι και μετά. Και μετά, με τον Φιορεντίνο ο οποίος ήξερε και τα πράγματα βέβαια και τους ανθρώπους από την Άνω Μερά, ξεκινήσαμε να προσλαμβάνουμε τους πρώτους εργάτες. Και η δουλειά που αρχίσαμε για την έρευνα ήταν μικρά ορύγματα, κάθετα προς το κοίτασμα, ένα μέτρο βάθος, για να βλέπουμε τι γίνεται παρακάτω, δηλαδή το κοίτασμα τι πάχος έχει, και τι καθαρότητα.
Ένας από τους πρώτους ήταν ο Γιάννης ο «Κριός», και οι άλλοι –που τώρα δεν μπορώ να θυμηθώ αυτά τα ονόματα– και αρχίσαμε και κάναμε αυτή τη δουλειά πλέον με τον καθημερινό περίπατό μας το πρωί, μια ώρα και τέταρτο, και το μεσημέρι άλλη μία ώρα και τέταρτο. Και κανονίσαμε τα ημερομίσθια, τις ώρες εργασίας και ό,τι άλλα σχετικά υπήρχαν, και σιγά σιγά προσλάβαμε και άλλους.
Κάποια στιγμή, παρακολουθούσα εγώ το μονοπάτι μέσα στο χωριό, απ’ το οποίον περπατούσαμε για να βγούμε, και είδα ότι μπορεί να περάσει ένα τζιπ με ορισμένες διορθώσεις στις ξερολιθιές που είχανε για τοίχους, και σιγά σιγά αυτή η ιδέα άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά, και τελικά μας έστειλε ένα τζιπ η Εταιρεία, και με την συναίνεση των ιδιοκτητών φτιάξαμε τον δρόμο και περνούσε, αλλά πολύ δύσκολα, με μεγάλη δυσκολία. Πάντως περνούσε το τζιπ. Και αυτό έγινε αν θυμάμαι καλά μετά δυο μήνες, δεν ξέρω, δεν θυμάμαι τώρα. Ε, Μάρτιο-Απρίλιο, κάπου εκεί πρέπει να ’ταν.
Συνεχίσαμε μ’ αυτήν τη δουλειά και βέβαια, από ό,τι είδαμε και την τοπογραφία του τόπου και λοιπά, φάνηκε πλέον ότι καλύτερη περιοχή ν’ αρχίσουμε είναι το Μαυροβούνι, η αρχική φλέβα το Νο 2, και πλέον καταλήξαμε ότι αποκεί θα κάνουμε την πρώτη διάνοιξη στοάς.
Κατά τη διάρκεια αυτή, ήρθε στη Μύκονο μόνο ο Tobler από την MAGCOBAR, η οποία ήταν η Αμερικανική Εταιρεία. Εμείς ήμασταν ΜΥΚΟΜΠΑΡ. Όταν προχώρησαν οι έρευνες αυτές, με τα ανοίγματα αυτά που κάναμε στις στοές, μου ζήτησαν να κάνω μια αποτύπωση τοπογραφική του κοιτάσματος, του 2, την οποία εγώ δεν αρνήθηκα διότι από τοπογραφία ήμασταν πολύ καλά οργανωμένοι από το σχολείο. Ζήτησα να μου στείλουν Transit –ένα όργανο, τον Θεοδόλιχο– και μου το έστειλαν και μου έδωσαν και τη σχετική εφημερίδα, η οποία έχει όλα τα αζιμούθια, κάθε χρόνο, του ηλιακού συστήματος, διότι έπρεπε να αρχίσω με μία βάση, και για να βρω την κατεύθυνση της βάσεως αυτής έπρεπε να κατεβάσω ήλιο με το μηχάνημα και να πάρω την βάση. Θέλεις όμως να ξέρεις το αζιμούθιο σ’ αυτό. Γι’ αυτό μου τα έστειλαν κι αυτά.
Άρχισα από το Τηγάνι, βέβαια, παίρνοντας υψόμετρο από την θάλασσα, με 0 υψόμετρο σε μέρα που έχει ηρεμία και χωρίς αέρα, χωρίς κύματα, για να είναι σωστή η λήψη. Έκανα τις κατοπτεύσεις, συνέχεια επάνω από το βουνό, κατέβηκα κάτω στο Μαυροβούνι, και έφτασα στη θάλασσα, όχι γιατί χρειαζόταν, αλλά έπρεπε να ελέγξω αν ήταν σωστή, έπρεπε δηλαδή να καταλήξω πάλι με 0 υψόμετρο, περνώντας όλα αυτά τα υψόμετρα. Και κατά καλή μου τύχη ήταν μόνο μερικά εκατοστά η διαφορά σε αυτή όλη την απόσταση.
Με εκείνη την τοπογραφία και το σχέδιο έκανα μερικούς υπολογισμούς, αλλά όχι τίποτε σοβαρό, δηλαδή δεν ήταν αρκετά για να βγάλω συμπεράσματα για τα αποθέματα. Κάποια ώρα δεν θυμάμαι πότε ήταν, τρεις μήνες μετά, τέσσερεις, είχαμε την επίσκεψη των αρμοδίων της Αμερικανικής Εταιρείας μαζί με τον Tobler οι οποίοι ήρθαν, είδαν, περπατήσαμε, καταλήξαμε στο Τηγάνι, τα είπαμε, ρώτησαν πολλά πράγματα, διάφορα, και για το προσωπικό και για όλα, κι εκεί ήρθε αναπάντεχα η ερώτηση, που δεν την περίμενα έτσι στο πόδι. Μου λένε: «Και πόσα είναι τα αποθέματα, νομίζετε;». Εγώ έπαθα εκείνη την ώρα. Πώς να απαντήσω τώρα σε ένα πράγμα το οποίο δεν το ’χω μελετήσει, ευτυχώς όμως είχα κάνει μερικούς, κάτι υπολογισμούς, όταν έκανα την τοπογραφία, και μετά από πολλή σκέψη λέω: «Περί τα 2 εκατομμύρια τόνους».
Δεν το σχολίασαν. Φύγανε, γυρίσανε πίσω, και σε λίγο… Α, εμένα βέβαια εκεί μου είχαν πει ότι δίνουν 50.000 δολάρια για να γίνουν οι έρευνες, να πληρωθεί προσωπικό, έξοδα και όλα, τα οποία μου έστελναν απ’ την Αθήνα, απ’ το γραφείο των Αθηνών. Χωρίς να γίνεται τίποτε, καμμιά ιδιαίτερη επένδυσις, διότι δεν είχε αποφασιστεί. Μετά που έφυγαν και επέστρεψαν στην Αμερική, μετά από λίγο καιρό ελήφθη η απόφασις να προχωρήσουμε. Ν’ αρχίσει η εργασία για να προετοιμαστεί η εκμετάλλευσις των κοιτασμάτων. Και τότε βέβαια έστειλαν… Εμείς ξέραμε τον Tobler μέχρι τότε. Έστειλαν τον Dan Martin ως Γενικό Διευθυντή της επιχειρήσεως στη Μύκονο –μεταλλειολόγος κι αυτός του Μιζούρι, νέος άνθρωπος– κι εγώ ανέλαβα ως Προϊστάμενος του Μεταλλείου. Και τότε αρχίσαμε να προχωρούμε. Να κοιτάξουμε να κάνουμε τους δρόμους, να φέρουμε μηχανήματα, να φέρουμε υλικά από την Αθήνα, να προσλάβουμε κόσμο, διότι άμα αρχίζει η εξόρυξις πλέον θέλεις και μερικούς πεπειραμένους, δεν μπορείς να βάλεις τους αγρότες να κάνουν.
Και φέραμε μερικούς εργάτες από άλλα μεταλλεία απ’ την Ελλάδα και έναν επιστάτη κάποιας ηλικίας. Αυτός όμως είχε πολλή πείρα στα μεταλλεία, Σγουρδαίος νομίζω, και αρχίσαμε την εξόρυξη από το Νο 2 που ήταν από την πλευρά τη βορινή και κάναμε την πρώτη στοά εκεί. Και χτίσαμε πλέον ένα οίκημα το οποίον ήταν για γραφεία και για εστιατόριο, και…. Το μόνο ακίνητο που υπήρχε εκεί πλέον ήταν αυτό που χτίσαμε κανονικά πλέον, όχι ξύλινη παράγκα. Στο βόρειο τμήμα, στο Μαυροβούνι . Και από τότε τα πράγματα άρχισαν να τρέχουν.
Η εντολή για να αρχίσουμε και η απόφαση έγινε γύρω στο Μάιο του ’55. Και τότε αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για να αρχίσουμε την εξόρυξη. Τώρα κάνω μια παρένθεση εδώ: Προ μερικών ετών που μιλούσα με τον Λου, τον Λουΐζο Παρασκευαΐδη, του έλεγα τη δυσκολία που είχα να απαντήσω στην ερώτηση για τα αποθέματα, και μου λέει ο Λου: «Δεν έπεσες και πολύ έξω, περίπου τόσο ήτανε». Πάλι καλά. Έπρεπε ν’ αρχίσει βέβαια και το σοβαρό θέμα της Σκάλας Φορτώσεως, διότι τι να κάνουμε το μετάλλευμα, δεν ήταν για να το έχουμε στη Μύκονο, πρέπει να φύγει. Ομολογώ ότι εκεί τον κύριο ρόλο τον έπαιξε ο Tobler, και για την επιλογή του χώρου, αλλά και για τη βάση της Γέφυρας που κάναμε, και λοιπά.
Φόρτωση σημαίνει και δρόμος να πάν’ τα φορτηγά το μετάλλευμα. Και αρχίσαμε να παίρνουμε λωρίδες από τους ιδιοκτήτες των διαφόρων κτημάτων, παίρνοντας μισό μέτρο απ’ τον έναν, ένα μέτρο απ’ τον άλλον, ό,τι χρειαζότανε για να μεγαλώσουν αυτά τα μονοπάτια και να κάνουμε δρόμους να πάμε στον Λούλο, που είχε επιλεγεί για τη Σκάλα Φορτώσεως.
Να σας πω τι προβλήματα είχαμε με τους ιδιοκτήτες. Εκεί ήταν οι χειρότερες μου μέρες στη Μύκονο. Πολλοί έδωσαν το ένα μέτρο ή το ενάμισι, πληρώθηκαν καλά, για να κάνουμε τον δρόμο. Αλλά –Θεός σχωρέσ’ τον– ο ηγούμενος, αργότερα μητροπολίτης Σύρου Δωρόθεος Στέκας, δεν ήθελε να γίνει ο δρόμος. Είχε επηρεάσει αρκετούς να μη συμφωνήσουν. Είχε δημιουργήσει ένα κλίμα τρομερά άσχημο για την Εταιρεία – και για μένα. Και εγώ γύριζα με τον μεταλλευτικό κώδικα και τους έλεγα: «Παιδιά, λέω, με το άρθρο 17 μας δίνει το δικαίωμα ν’ απαλλοτριώσουμε. Θέλετε να σας απαλλοτριώσουμε; Θα το κάνουμε. Θα πάρετε λιγότερα λεφτά με την απόφαση του δικαστηρίου, απ’ ό,τι παίρνετε τώρα από μας». Ο ηγούμενος εκεί! Είχαμε και στου Ζουγάνε του Μπουγιούρη το καφενείο συνάντηση με αυτούς… Παρεμπιπτόντως σας λέω ότι πήρα και γράμμα, ανώνυμο, απειλητικό. Λέει: «Μην το τραβάτε το πράμα, γιατί θα έχετε την τύχη του τάδε». Του Ντεμένεου… Δεν ξέρω τι μου είπανε. Και ρώτησα: «Ποιος ήταν ο τάδε, βρε παιδιά, τι έγινε;». «Αυτόν τον σφάξανε μ’ ένα δρεπάνι». Λέω: «Πέστε του αυτού που έστειλε το γράμμα, να είναι καλά τροχισμένο, γιατί δεν θέλω να υποφέρω». Πήγα το ’δωσα στην Αστυνομία, βέβαια. Μου λέει: «Θες…;». «Δεν θέλω τίποτα, λέω. Εγώ σας το δίνω για να ’σαστε ενήμεροι μη συμβεί τίποτε, δεν θέλω ούτε να κινηθεί…». Τι να κάνω;
Εν τω μεταξύ εγώ είχα δώσει όλα τα στοιχεία στην Αθήνα και έκαναν την αίτηση απαλλοτριώσεως και πήραμε γρήγορα τ’ αποτελέσματα. Τελικά έγινε η απαλλοτρίωση γι’ αυτά τα πεντέξι-εφτά κτήματα, τα πήραμε, πληρώθηκαν αυτοί, αλλά οι άλλοι πήραν καλύτερα λεφτά. Και έγινε γρήγορη δουλειά για να γίνουν οι δρόμοι, ούτως ώστε όταν μαζευτεί το πρώτο μετάλλευμα και χρειάζεται να γίνει η πρώτη φόρτωση να είμαστε εντάξει.
Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί έστειλαν τα κομμάτια για τη Γέφυρα και έστειλαν και έναν τεχνικό να είναι υπεύθυνος για την συναρμολόγησή της. Και στο τέλος, έπρεπε να μπει το τελευταίο κομμάτι επάνω και φέραμε έναν πλωτό γερανό από τον Πειραιά μεγάλης δυναμικότητος, ήταν μεγάλος και έκαναν πολύ καλή δουλειά –είχαν ένα πολύ καλό πλήρωμα, πέντε ανθρώπους επάνω– και τη βάση την κάναμε εμείς βέβαια, από μπετόν. Εκεί είχα μια περιπέτεια εγώ: κατεβήκαμε κάτω να δούμε κάποιον άλλο και κάποιος από πάνω άνοιξε τη μπετονιέρα και έριξε μπετόν μέσα, βέβαια φορούσαμε τις κάσκες. Τρέξανε οι άλλοι να τον πιάσουνε. «Ε, αφήστε τον, λέω, το ’κανε κατά λάθος, δεν ήθελε». Απλώς του είπα: «Να είσαι πιο προσεκτικός!». Τώρα είμαστε τέλος του ’55, αρχές του ’56.
Οι δρόμοι, όταν ελύθη το θέμα της διαβάσεως, έγιναν σχετικά γρήγορα. Δούλευε η μπουλντόζα και το γκρέιντερ (grader) συνέχεια, και έγινε γρήγορα. Και η Σκάλα τελείωσε, διότι ήταν σε κομμάτια έτοιμα να συναρμολογηθούν και δεν είχαμε κανένα ατύχημα μ’ αυτούς που ήρθανε –αυτοί, ο γερανός απ’ τον Πειραιά ήτανε πάρα πολύ καλοί– μάλιστα μου έκανε εντύπωση το βράδυ πριν πάμε την επομένη να βάλουμε το τελευταίο κομμάτι, είχαμε βγει όλοι έξω να φάμε στη Χώρα, δεν ξέρω που ήμασταν –στου Μαδούπα νομίζω– και ήταν και αυτοί σε ένα τραπέζι, ο καπετάνιος με τους τέσσερεις-πέντε, πόσοι ήτανε, και θυμάμαι ότι όταν έγινε η ώρα 11, ο καπετάνιος είπε μία λέξη: «Πάμε!». Ήταν όρθιοι σε δευτερόλεπτα όλοι, χωρίς κουβέντα, και πήγανε να κοιμηθούνε γιατί την άλλη μέρα το πρωί είχανε… Μου ’κανε εντύπωση η πειθαρχία. Δεν είπε τίποτα. Ένα «πάμε!», είπε. Εγώ δεν άκουσα τίποτα, ούτε γκρίνιες ούτε τίποτε.
Η πρώτη φόρτωσις, είχαμε ένα μικρό ατύχημα με μία από τις οροφές της υπόγειας στοάς που περνούσε, αλλά ευτυχώς ήταν κι ο Tobler εκεί και φρόντισε και τακτοποιήθηκε αυτό να υποστυλώσουν από κάτω. Αλλά στις φορτώσεις κάναμε βάρδιες. Ο Martin κι εγώ. Δηλαδή, 8 ώρες ο Martin, 8 ώρες εγώ, και μετά πάλι ο Martin, δεν αφήναμε δηλαδή να μην υπάρχει κανένας στη φόρτωση. Κι αποκεί πλέον οι φορτώσεις γινόταν κανονικά με πλοία του Γράτσου; ο οποίος ήταν και πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου.
Το ’56 συνεχίστηκε η δουλειά κανονικά χωρίς μεγάλα έργα. Δεν είχαμε μεγάλα έργα. Και το ’57 πάλι το ίδιο. Δηλαδή δουλέψαμε το Νο 2, κάναμε δύο δουλειές στο Νο 3, αλλά το Πλυντήριο και όλα έγιναν μετά που έφυγα εγώ. Εγώ έφυγα τον Σεπτέμβριο του ’57. Δυόμισι χρόνια έκατσα. Και μετά, έκαναν και κάτι συνδυασμούς με τη Μήλο και έκανε το Πλυντήριο, και όλα, τα οποία πλέον δεν τα παρακολούθησα πολύ, διότι ήμουν πολύ απησχολημένος με την νέα δουλειά μου. Αλλά την περίοδο αυτή την θυμάμαι πάντα με μεγάλη αυτή… Ήταν η πρώτη μου δουλειά και έπρεπε να οργανώσω τα πράγματα, να κανονίσω εργάτες, μισθούς, μεροκάματα, ώρες εργασίας, πολλά, και αισθανόσουνα ότι σου δίνει την ευκαιρία να δείξεις κάτι. Δεν μπορώ να τα ξεχάσω αυτά.
Τώρα το πότε προσελήφθη ο Τσαγκαράκης ο Αντώνης, και πότε ο Λου ο Παρασκευαϊδης δεν τα θυμάμαι καθόλου, δεν μπορώ να πω ότι ήταν τότε ή τότε, ο Λου τα ξέρει αυτά. Μετά ήρθαν και διάφοροι άλλοι και Αμερικανοί διευθυντές, έφυγε ο Μάρτιν, τον στείλαν στο Ιράν, αυτά τα ξέρει ο Λου [Λουΐζος Παρασκευαΐδης].
Εδώ είν’ ωραία, γιατί ήταν από την αρχή, απ’ τις έρευνες, προχώρησε… Όλα! Μέχρι σημείου που… Επειδή στο Colorado School of Mines δίνουν πολύ καλή μόρφωση, και όλα, και η τοπογραφία τους είναι πολύ καλή, σπάνια, μέχρι και λογιστικά κάνουν, όταν έφερα τον Λευτέρη τον Φιορεντίνο εγώ του είπα τι να κάνει και πώς να κρατάει τους λογαριασμούς με βάση κάτι βασικά θέματα λογιστικής, για να μπορεί να ελέγχει και να ξέρουμε τι γίνεται. Και χρησιμοποίησα και αυτό το μάθημα, το χρησιμοποίησα στη Μύκονο.
Κάποτε ένα βράδυ αποφασίσαμε να πάμε κάτω στη Μύκονο, στη Χώρα με το… Μετά απ’ το ’56 και μετά, κατεβήκαμε όλοι στη Χώρα πλέον, μέναμε όλοι κάτω, ο Μάρτιν και αυτοί ποτέ δεν έμειναν στην Άνω Μερά, δηλαδή, μόνον εγώ έμεινα. Κι ένα βράδυ είπαμε να πάμε στη Χώρα και γυρίζοντας, εγώ τους παρότρυνα δηλαδή, πάμε λέω να φάμε κάτι, να πιούμε, και όταν γυρίζαμε, λίγο πριν φτάσουμε στην Άνω Μερά, σταμάτησε το αυτοκίνητο και λέει: «Δεν νομίζω, δε’ βάλαμε βενζίνη». «Καλά, λέω, δεν πειράζει, εγώ σας τράβηξα, δεν πειράζει, θα πάω εγώ να φέρω βενζίνη». Είχε βαρέλια έξω από το σπίτι, βράδυ ήτανε, και πάω και παίρνω από ένα βαρέλι, και λοιπά. Μόλις έκανε μερικά βήματα το αυτοκίνητο άρχισε: βρουουου… Και σταμάτησε. Τι ήτανε; Εγώ έκανα λάθος και πήρα πετρέλαιο απ’ το βαρέλι του πετρελαίου. Και τώρα; [γέλια] Το αφήσαμε, πήγαμε φέραμε βενζίνη και ύστερα… Την άλλη μέρα το απόγευμα, ήρθανε με ένα χαρτί διπλωμένο, όπως είναι τα διπλώματα, ρολό, και μία κόκκινη κορδέλα. «Τι είναι αυτό;». «Είναι το δίπλωμα σου», λέει. Τι γράφει; «Δίπλωμα εφευρέτου, λέει, ο οποίος βρήκε τον τρόπο να κινεί ένα βενζινοκίνητο με πετρέλαιο».
Και η συνεργασία με όλους ήταν πολύ καλή, και με τον Martin και με τον Παρασκευαΐδη, βέβαια, πάρα πολύ καλά παιδιά! Ήταν καλές οι συνθήκες εργασίας. Και είμαι ευχαριστημένος απ’ τους Μυκονιάτες, διότι δουλεύανε, θέλανε να μάθουν, δουλεύανε. Έγιναν καλοί και ο Ντεμένεος ο Κοντιζάς, και ο άλλος, δεν θυμάμαι τα ονόματά τους, δουλεύανε και ήτανε και πολύ καλοί. Και το απόγευμα κοιτάζανε και τα χωραφάκια τους.
Κάποτε θέλαμε και άλλους εργάτες, δεν βρίσκαμε, και είχαμε πάει στη Σύρο. Και ήταν μια απογοήτευση! Καθόντουσαν στα καφενεία, παίζανε πρέφα, και λέει: «Άστα τώρα, μην μας λες για δουλειά!». Και λέω ότι η Μύκονος δεν έγινε τυχαία αυτό που είναι, ήταν οι Μυκονιάτες, οι οποίοι ήταν φιλόξενοι, δεν ενδιαφέρονταν, δεν σχολίαζαν το τι έκαναν οι ξένοι. Ήταν πολύ εργατικοί, εγώ τους εκτιμούσα πολύ, τους βρήκα πολύ άξιους.
Στην πρώτη παραγγελία ξυλείας –φέρναμε ξυλεία– είχε προχωρήσει η στοά και βάζαμε ορισμένα υποστυλώματα όπου το έδαφος δεν…, και φέρναμε ξυλεία απ’ τη Σάμο. Ήρθε ένας έμπορος ξυλείας να παραδώσει την ξυλεία και έφερε το τιμολόγιο, λέει : «Ποιος θα το υπογράψει;» Λέει: «Ο κύριος, ο μηχανικός». Ήρθ’ εκεί, λέω: «Εντάξει», τα πήραμε τα ξύλα, λέω: «Πόσο είναι;», «Τάδε και τάδε». Και μου λέει: «Το 5 τα εκατό για σας!». «Πώς το είπες;» του λέω. «Μα, είναι…». «Όχι, του λέω, να το κάνεις έκπτωση στην Εταιρεία!». «Δεν μπορώ!», λέει. Και σκεφτόμουνα γιατί δεν μπορεί. Εγώ του το απέκλεισα, τελείως: «Αφού δεν μπορείς να το κάνεις στην Εταιρεία, πάρ’ το! Και μην ξαναπείς τέτοια!». Ύστερα σκέφτηκα, γιατί δεν μπορεί… Γιατί, άμα το κάνει, θα μαθευτεί και στους άλλους ότι μειώθηκε η τιμή, και θα θέλουν κι οι άλλοι. Εγώ τότε να πάρω 5 τα εκατό…
Μετά, όταν έφυγα, είπα του Πρεζάνη αν θέλει να πάει και είπε «ναι» – ήταν στην Κασσάνδρα. Και ήταν ο Πρεζάνης μεγάλη επιτυχία, γιατί ήταν πολύ γερός μάνατζερ και μεταλλειολόγος. Με τον Πρεζάνη ήμασταν μαζί στην Αμερική, συμφοιτηταί, και μετά τον πάντρεψα και του βάφτισα και την κόρη.
[συνέντευξη-ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, 07-11-2014]