Ιωάννης Πασαλιάδης

Ο Ιωάννης (Γιάγκος) Πασαλιάδης του Δημητρίου και της Άννας γεννήθηκε στη Αθήνα το 1937. Υπάλληλος Γραφείου-Τηλεπικοινωνίες (περίπου 1961-1971).

Εργάστηκα στα Γραφεία της Μεταλλευτικής Εταιρείας ΜΥΚΟΜΠΑΡ ΑΕ δέκα χρόνια περίπου. Πέρασα πολύ ωραία χρόνια, τόσο με τους συναδέλφους μου, όσο και με τους εκάστοτε διευθυντές. Το καλοκαίρι του 2015 που επισκέφτηκα τη Μύκονο και έκανα τη βόλτα μου στην περιοχή, αντίκρυσα τα πάντα λεηλατημένα. Πόσο άσχημο ήταν το θέαμα… Πόσος κόσμος εργάστηκε και έζησε με τις οικογένειές τους από το Μεταλλείο,! Πόσο χρήμα έπεσε! Πόση τεχνική υποστήριξη παρείχε το Μεταλλείο στο Δήμο της Μυκόνου και στην Κοινότητα της Άνω Μεράς! Όλες αυτές οι σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου σαν κινηματογραφική ταινία, ενώ η συγκίνηση που ένιωσα ήταν έντονη. Θεώρησα ότι η επίσκεψή μου σ’ αυτήν την τοποθεσία είχε τελειώσει.
Το περιβάλλον γύρω μου τότε ήταν κάτι παραπάνω από φιλικό. Από τους εκάστοτε διευθυντές, προϊσταμένους, εργατικό προσωπικό –Μυκονιάτες κυρίως, αλλά και ξένους–, η Αποθήκη με το νευρόσπαστο τον Χρήστο Παπαδόπουλο· το Συνεργείο με τον Βαγενά· το Ηλεκτρολογείο με τον Ι. Παππά και τον Δημήτρη Χατζηφωτεινό – «Καραφωτιάς» το παρατσούκλι του· η Καντίνα με την Έλλη και τον Γιάννη Κολτσάκη· το Πλυντήριο με τον Αντώνη Μουτζούρη, τον Πέτρο, και όλους τους υπόλοιπους· το Γραφείο Κινήσεως με τον Ηλία Ντρουφάκο, και άλλοι, και άλλοι… Τον Ηλία τον Ντρουφάκο τον είχα ταράξει με τον Παναγιώτη τον Λοΐζο. Όποτε μαζευόμαστε να φάμε, πάντα προλάβαινα να του βάλω κάτι αποκάτω του: μια αλατιέρα, μαχαίρι, οτιδήποτε… Κάποτε ο Παναγιώτης μου είχε δώσει να του βάλω στο κάθισμά του ένα ρόδι. Δεν το έβαλα όμως, γιατί φοβήθηκα. Αλλά το έφαγα. Το τι μου έψαλε… Τι ωραίος άνθρωπος ήτανε ο συχωρεμένος ο Παναγιώτης! Τι ψυχούλα! Τι δουλευταράς! Τι εξυπηρετικός! Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτόν τον ωραίο άνθρωπο, που σε όλον τον κόσμο του Μεταλλείου προσέφερε αγάπη, ενώ με τα πηγαία αστεία του μας τάραζε όλους εκ θεμελίων. Ο Θεός να τον συχωρέσει, εάν βρεθεί ψεγάδι αμαρτίας επάνω του!
Θυμάμαι ένα από τα πολλά καλαμπούρια που ζήσαμε εκείνη την εποχή και θα σας το διηγηθώ. Στο Γραφείο μέσα εργαζόντουσαν ο Στέλιος ο Βιδάλης, η Αρτεμούλα Κουσαθανά-Τριανταφύλλου και ο υποφαινόμενος. Δε’ σας κρύβω ότι μου άρεσαν πολύ οι πλάκες. Έτσι λοιπόν, σε κάποια στιγμή που έλειπε φυσικά ο τότε διευθυντής, συνέβη το ακόλουθο περιστατικό. Η κοπέλα που ερχόταν για το καθάρισμα του Γραφείου μου εκμυστηρεύθηκε ότι ήθελε να κατεβεί στη Χώρα για να βγάλει φωτογραφίες ταυτότητας. Της λέω: «Έλα εδώ, κοπέλα μου, γιατί να πας κάτω να βγάλεις φωτογραφίες!. Θα σου βγάλω εγώ! Και μάλιστα δωρεάν από το φωτοτυπικό μηχάνημα!». Έτσι λοιπόν, της υπέδειξα κι ανέβηκε σ’ ένα σκαμνάκι, έβαλε το κεφάλι της κοντά στο μηχάνημα και ξεκίνησα τη διαδικασία. Ο Στέλιος και η Αρτεμούλα άκουγαν που μεγαλοφώνως έκανα συστάσεις στην κοπέλα: «Έλα πιο δεξιά! Έλα πιο αριστερά! Σκύψε, κ.λπ.», Έσκυψαν λοιπόν να δουν τι συμβαίνει. Όταν είδαν το θέαμα άρχισαν να χτυπιούνται απ’ τα γέλια. Εγώ δεν έδωσα σημασία και με απόλυτη σοβαρότητα συνέχισα να τραβάω τις… φωτοτυπίες. Ήταν το γέλιο του Στέλιου τόσο ισχυρό, που πνίγηκε σοβαρά και είδαμε και πάθαμε να τον συνοφέρουμε. Θυμάμαι πάντα όταν άρχιζε να γελάει δυνατά, τον έπιανε στη συνέχεια βήχας. Δυνατός βήχας. Έτσι γινόταν πάντα.
Όποτε με βλέπει η πολυαγαπημένη μου Αρτεμούλα και θυμάται τα περιστατικά που πέρασε εκείνη την περίοδο, πάντα γελάει. Αν και είναι το χαμόγελο στο πρόσωπό της εκ του φυσικού! Ο Αντώνης ο Παπαγιάκουμος, ένα καλό παιδί που η ευχαρίστησή του ήταν να τον παιδεύω, να τον πειράζω… Καλαμπούρια δίχως τέλος! Ωραία και αξέχαστη εποχή. Νοσοκόμος ήταν ένας χοντρός με το όνομα Αλμπάνης.

[επιστολή, 02-02-2016]